Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

«Η ελληνική εκπαίδευση ως ανασταλτικός παράγοντας για την κοινωνική αναβάθμιση»


Κανείς δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει το γεγονός ότι το εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας αποτελεί μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές εικόνες για τη γενικότερη κατάσταση – στην περίπτωση της Ελλάδας αναντίρρητη παρακμή – στην οποία αυτή έχει περιέλθει. Αυτό επειδή η εκπαίδευση μπορεί να αποτελέσει χωρίς αμφιβολία ισχυρό παράγοντα διαμόρφωσης πολιτικής, οικονομικής και σαφώς κοινωνικής σκέψης και δράσης του νυν μαθητή και μελλοντικού πολίτη και ψηφοφόρου.
Χρήσιμο, συνεπώς, θα ήταν αρχικά να θίξουμε ορισμένα σημαντικά προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και κατόπιν να εντοπίσουμε τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν αυτά την κοινωνική δράση και αναβάθμιση. Εστιάζουμε, λοιπόν, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – αν και η πρωτοβάθμια είναι το ίδιο κρίσιμη – επειδή εκεί ο μαθητής διανύει την περίοδο που συντελούνται οι σημαντικότερες ψυχοσωματικές αλλαγές.
Μείζον πρόβλημα του ελληνικού σχολείου αποτελούν οι επιεικώς «συνωστισμένες» τάξεις. Όπως όλοι γνωρίζουμε στα αστικά κέντρα οι μαθητές ανά τάξη ξεπερνούν οπωσδήποτε του 20 ενώ σε μερικές περιπτώσεις συναντούμε τάξεις με αριθμό μαθητών οριακά κάτω από τους 30. Αυτό σε πρώτη φάση καταδικάζει οποιαδήποτε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, καθώς η ποιότητα του μαθήματος παραμένει χειρίστη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Επιπλέον, ο καθηγητής αναγκάζεται να εφαρμόσει μια δασκαλοκεντρική μέθοδο διδασκαλίας λόγω του υπερπληθούς τμήματος, πράγμα που εμποδίζει το μαθητή να συμμετέχει και να διατυπώσει άποψη. Έτσι ,λοιπόν, σε αυτή την κρίσιμη ηλικία ο νέος δεν κατανοεί ορθά το μηχανισμό με τον οποίο πρέπει να αξιοποιεί τη νοητική του δυνατότητα σε συνδυασμό με τις γνώσεις του έτσι ώστε να αρθρώσει μία σωστά δομημένη άποψη και αυτή να δοκιμαστεί από τους συνομήλικους αλλά και τον καθηγητή. Δε μυείται στους κανόνες και τις διαδικασίες του διαλόγου και αυτό έχει ως φυσικό επακόλουθο να διατυπώνει μονίμως στενά συμφεροντολογικές και εμπλουτισμένες με ημιμάθεια απόψεις, αφού δεν έχει αντιληφθεί τη σημασία του συλλογικού συμφέροντος επειδή ακριβώς η τάξη πνίγει την ευκαιρία αυτή και εξατομικεύει κάθε μαθητή.
Πέρα, όμως, από τα ασφυκτικά γεμάτα τμήματα είναι επιτακτικό να μελετηθεί προσεκτικά ο τρόπος διδασκαλίας, η διδακτική ύλη και – το ζητούμενο -  πως επηρεάζουν αυτά τη προσωπικότητα του μαθητή. Ο λόγος αρχικά στη διδακτική ύλη, η οποία όχι άδικα είναι δυσάρεστη προς τους μαθητές. Ειδικά όσον αφορά τις θετικές επιστήμες εντοπίζεται σοβαρό πρόβλημα.  Τα βιβλία και η θεματολογία τους δε συνδέονται με την καθημερινότητα, πράγμα που τα καθιστά τυποποιημένα και στεγνά από άποψη ενδιαφέροντος. Εργαστήρια στο γυμνάσιο γίνονται ελάχιστα ενώ στο λύκειο εξαφανίζονται. Στην 3η λυκείου οι μαθητές καταφέρνουν να αποστηθίσουν (και λιγότερο να εμπεδώσουν) μια αρκετά μεγάλη, για τα δεδομένα του σχολείου, ύλη μαθημάτων χωρίς να έχουν έρθει σε πειραματική επαφή με τίποτα σχεδόν από αυτά. Το εισιτήριο για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα άλλωστε έχει καταλήξει να είναι η παπαγαλία και όχι η κατανόηση. 
              Όσο κι αν φαίνεται ανεπαίσθητο αυτό αν το προσέξουμε καλύτερα είναι η βασική αιτία  υποβάθμισης του σχολείου μας. Οι λέξεις «κλειδιά» είναι κριτική και αντίληψη. Εκεί οι δείκτες του ελληνικού μαθητικού δυναμικού είναι πραγματικά απογοητευτικοί. Ο μαθητής εξασκείται ιδιαίτερα στην αποστήθιση χωρίς να αναπτύσσει την κριτική του. Με γενικές γνώσεις σχεδόν ανύπαρκτες (αφού απουσιάζουν οι διαθεματικές εργασίες, οι πραγματικά εκπαιδευτικές εκδρομές, οι ενημερώσεις) δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε συνθετότερα και συνδυαστικά ερωτήματα. Έχει συνηθίσει να μαθαίνει απ’ έξω και όχι να σκέφτεται. Και οι τελευταίοι στην παρούσα κατάσταση έσονται πρώτοι. Ένα μεγάλο ποσοστό αδίκως περνά σε πανεπιστήμιο – και το σχόλιο κάθε άλλο παρά κακεντρεχές είναι – και γι’ αυτό τεράστιο ποσοστό αποφοιτά από τη σχολή του με βαθμό πτυχίου 5-6(επειδή ακριβώς το πανεπιστήμιο απαιτεί σκέψη!) . Χωρίς κριτική ικανότητα και αντίληψη – κακά τα ψέματα – δεν υπάρχει πιθανότητα βελτίωσης της κοινωνικής πραγματικότητας. Πάνω σ’ αυτή την αδυναμία καλλιεργήθηκε και η ρουσφετολογική πολιτική και ο λαϊκισμός που ταλανίζουν(και παράλληλα «βολεύουν») κάθε γενιά στη χώρα μας.
            Φτάνοντας στον τρόπο διδασκαλίας είναι αδύνατο να μην τοποθετηθεί κανείς για το φλέγον ζήτημα των καθηγητών. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς δεν μπορούμε να είμαστε αφοριστικοί. Καλοί και παραγωγικοί καθηγητές υπάρχουν όπως υπάρχουν και μαθητές με κριτική σκέψη και αντίληψη. Το θέμα είναι ότι αμφότεροι είναι η μειοψηφία. Υποκύπτοντας πλέον στη νεοελληνική κουλτούρα «Δεν έχω οικονομικό κίνητρο» , «Δε με ελέγχει κανείς άρα δεν παράγω» οι μισοί και πλέον καθηγητές «υπολειτουργούν». Είτε δεν παράγουν όσο μπορούν, είτε δεν παράγουν καθόλου, είτε δεν μπορούν να παράγουν(οι λιγότεροι). Στερούνται τις απαραίτητες παιδαγωγικές γνώσεις και δε γνωρίζουν πως να αντιμετωπίσουν καταστάσεις. Ο μαθητής, λοιπόν, δικαιολογημένα δε σέβεται κάποιον που δεν του προκαλεί γόητρο για να τον σεβαστεί – και σκεφτείτε ότι για το μαθητή δημόσιος υπάλληλος σημαίνει καθηγητής, και καθηγητής σημαίνει κράτος εν μέρει.
            Κάπου εδώ θα μπορούσε να σταματήσει η απαρίθμηση των μειονεκτημάτων του σχολείου αν και η συζήτηση γι’ αυτό το θέμα είναι μάλλον ατέρμονη. Το ζήτημα όμως είναι να προσπαθούμε να βελτιώνουμε κι εμείς το εκπαιδευτικό σύστημα. Βασικός παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση είναι η οικογένεια και η διαπαιδαγώγηση που προφέρει στα παιδιά της. Άλλα μάλλον όσο μεγαλώνω καταλήγω ότι η αισχρή αυτή πραγματικότητα κάπου μας βολεύει να συντηρούμε αυτό το σάπιο μοντέλο κοινωνίας… Ζώντας για μια θέση στο ήλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: